γαιανθρακοφόρος

γαιανθρακοφόρος
-ο
1. (για έδαφος) αυτός που περιέχει γαιάνθρακες
2. (για μέσα μεταφοράς) εκείνος που μεταφέρει γαιάνθρακες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γαιανθρακοφόρος — α, ο 1. αυτός που περιέχει κοιτάσματα γαιανθράκων: Γαιανθρακοφόρες περιοχές. 2. αυτός που μεταφέρει γαιάνθρακες: Ναυάγησε ένα γαιανθρακοφόρο πλοίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Κουζμπάς — (Kuzbas). Γαιανθρακοφόρος περιοχή (25.900 τ. χλμ.) της Σιβηρίας, η σπουδαιότερη της Ρωσίας ως προς την ποσότητα των εξακριβωθέντων αποθεμάτων, αλλά υπολειπόμενη της ουκρανικής λεκάνης Ντονμπάς ως προς την παραγωγή. Πρόκειται για σύντμηση των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”